μια ανθολογία των ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου με εικόνες της Τζούλιας Φορτούνη

αn anthology of Tolis Nikiforou's poems with pictures by Julia Fortouni.

Ποίηση (1 και 2)


(Mark Rothko -Red, Blue over Black)



ποίηση, 1


η θλίψη από την παιδική καρδιά του κόσμου,
μια θλίψη τελεσίδικη μέσα στο φως


ποίηση, 2

αλήθεια ολοφάνερη αιώνια σκοτεινή, το κόκκινο και
το βαθύ γαλάζιο φως σκορπίζει μες στον ίσκιο της

(δημοσιεύτηκαν στο περ. Νέα Πορεία το 2003)

εξουσία


(Pablo Picasso, Guernica, Oil on canvas, 349 cm × 776 cm, Museo Reina Sofia, Madrid)


ένας εφιάλτης που δραπέτευσε
από τα μουσεία φρίκης του μέλλοντος

(δημοσιεύτηκε στο περ. Νέα Πορεία το 2003)

μνήμη

((Rene Magritte, Memory)

ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων, εκεί όπου
οι νεκροί έχουν για πάντα αλώσει την ψυχή μας

(δημοσιεύτηκε στο περ. Νέα Πορεία το 2003)

σαν


(Salvador Dali, The Meditative Rose)


ωραία μέρα σήμερα
μεθυστική
με μυρωδιές και χρώματα
μες στη λιακάδα
σαν ανθισμένη φλαμουριά
κάτω από το μπαλκόνι μου

ωραία μέρα σήμερα
σαν άνοιξη
σαν νιότη
σαν θαμπωμένα μάτια
σαν το αίμα όταν φουντώνει
και σαν έρωτας

ωραία μέρα σήμερα
σαν τίποτα
τίποτα να μην χάθηκε για πάντα

(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό
poema, τεύχος 12, Σεπτέμβριος 2010)

μαθαίνω πάλι να διαβάζω

όπως σε σκοτεινό δωμάτιο
από τις χαραμάδες εισχωρεί
παρήγορη μια αχτίδα φως
και ξαφνικά στη μνήμη
μ’ ένα δειλό φτερούγισμα
αστράφτει το γαλάζιο
μαθαίνω πάλι να διαβάζω
τα μυστικά φωνήεντα στο άγγιγμά σου

το βλέμμα μου στο όνειρο
μαθαίνω πάλι να εμπιστεύομαι
στο μονοπάτι που ελίσσεται
ανάμεσα σε απαλές καμπύλες
ως τη διάφανη κοιλάδα της παλάμης σου

αυτός ο δρόμος δεν αρχίζει και δεν φτάνει
δεν έχει λύση το αίνιγμα
αυτή η ισόβια μαθητεία στο θαύμα

 δημοσιεύτηκεστο ηλεκτρονικό περιοδικό poema,
τεύχος 12, Σεπτέμβριος 2010





Μια κιμωλία στο μαυροπίνακα (2012)

                                                                 (το εξώφυλλο της συλλογής)

αισιοδοξία

μια λάμψη
στο μαύρο χώμα τ’ ουρανού

ένα λουλούδι
πάνω στον τάφο του
ή ένα χαμόγελο
σε ραγισμένο πρόσωπο

ο έρωτας
μπροστά στον θάνατο


εκρηκτικά το κόκκινο ενεδρεύει

η αμέλεια
είναι πιο επινοητική από την προμελέτη

ένα όνειρο
που διαφεύγει από τη λήθη
και ξεφτισμένο στο γαλάζιο υπερίπταται
έχει πιο αιχμηρές γωνιές
από κάθε αστικό τετράγωνο

οι υπνοβάτες
στο γκρίζο μάταια εκπαιδεύονται
η επιφάνεια στην άσφαλτο
στο ρυθμικό τους βήμα οι πεζοπόροι

στη λάμψη του σηματοδότη
στις χαραμάδες της παλάμης
εκρηκτικά πάντα το κόκκινο ενεδρεύει

πιστεύετε στα θαύματα;

ρώτησε το φεγγάρι στο μπαλκόνι μου
σκορπίζοντας ανταύγειες τα μεσάνυχτα

ψιθύρισε η γαρδένια στο περβάζι μου
με το λευκό της άρωμα

απόρησε μες στις πευκοβελόνες το σπουργίτι
ραμφίζοντας τα ψίχουλα του ανέμου

εγώ κι εσείς
κι όλα όσα βλέπετε είναι θαύματα
τους χαμογέλασε δειλά η άνοιξη τριγύρω
και θαύματα όσα ποτέ σας δεν θα δείτε

με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος
με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως
πριν απ’ το φως
πέρα απ’ το φως

ένα ποίημα


ένα ποίημα
από παλιό σκοτάδι
από θολό πυκνό βυθό
που αναδύθηκε στο φως

ένα ποίημα
γυμνό
εμπρηστικό
κόκκινο επιφώνημα
της φλόγας ή της αστραπής

ένα ποίημα
μυστικό
εξωτικό
κι όμως απλό
κι όμως γλυκό
κι όμως απέραντα μαγευτικό

ένα ποίημα
που δεν γνωρίζει
το άρωμα
τη μουσική
το ίδιο τ’ όνομά του

ένα ποίημα
ένα τρέμουλο στα γόνατα
ή τα χείλη
που κρύβεται και φανερώνεται
και λάμπει

εσύ

ομίχλη


πέπλο διάφανο υγρό
σύννεφο χάδι ερωτικό
στην παραλία ως το λιμάνι
από τη γη ως τον ουρανό

ομίχλη
από κρυστάλλινες στιγμές
της μνήμης ή της προσμονής
ομίχλη από νότες μυστικές
σκόρπιες κραυγές των γλάρων

ομίχλη
της δύσης ή της χαραυγής
αιώνια ομίχλη μαγική
αίνιγμα στο εξώφυλλο
στο πάντα αδιάβαστο βιβλίο του κόσμου

ομίχλη
που συνθέτεις τ’ όνειρο
που πέφτεις και πυκνώνεις
και χορεύεις στο νερό
σαν παραμύθι παιδικό
σαν θαύμα


πέρα απ' τις λέξεις


πώς ονομάζει η γη τον ουρανό
το έρημο νησί τον άδειο ορίζοντα
η νύχτα τη στιγμή που ξημερώνει;

ποια λέξη υπάρχει
για το σούρουπο στα μάτια σου
το μουσικό βελούδο στην αφή σου;

πώς λέγεται
το μονοπάτι στην παλάμη σου
το ουράνιο τόξο
στο χρώμα της φωνής σου
και το καμίνι στην ανάσα σου
μ’ όλα τ’ αρώματα το άγριο μέλι
που αναβλύζει στην επιδερμίδα σου;

πώς είναι ο ήχος
για τη λάμψη εκείνη
πώς τα φωνήεντα
που εκφράζουν το φτερούγισμα
τη μυστική πηγή που κάποτε μας γέννησε
και την ψυχή που έγινε θάλασσα
και μας ενώνει;

ποια είναι η γλώσσα
που μιλάει το φως;


αχνίζει λουλουδιάζει όπως το κύμα

χορταριασμένες πέτρες στο λιμάνι ο χρόνος
κόκκινες στέγες που θυμίζουν φως
στο βάθος η μεγάλη πόλη
στο βάθος όνειρο θαμπό η παραλία

μοναχικό ένα χελιδόνι
μέσα στα ξέφτια που σκορπίζει
καθώς ομίχλη ο ουρανός

κι όμως σε βλέπω ξαφνικά
να πλησιάζεις με το ανάλαφρό σου βήμα
να πλησιάζεις με τ’ ανήσυχα σου χέρια
να πλησιάζεις με τα εκστατικά σου μάτια
σε βλέπω
σε γνωρίζω αγάπη

γνωρίζω την κομμένη ανάσα σου
που υψώνεται δειλά στο στήθος
και ψιθυρίζει όπως το κύμα
αχνίζει λουλουδιάζει όπως το κύμα
έως ότου σβήσει ο άνεμός της
έως ότου
προφέρει λέξεις μυστικές
εκείνο το χλωμό το μελαγχολικό
στα χείλη και το πρόσωπό σου

σε βλέπω
σε γνωρίζω αγάπη
ικέτης στο δικό σου φως


παλιές γραφές και θαύματα

πειρατικό καράβι στ’ ανοιχτά
μες στην ομίχλη με σημαία τ’ όνειρο
κόκκινο και βαθύ γαλάζιο
σ’ ένα χρώμα μονοσύλλαβο
όπως το δάκρυ τ’ ουρανού
ή το φως
αυτό είσαι

κι εγώ
ρίγος αιχμάλωτο
στον ήχο της φωνής σου
βαθειά στα μάτια σου
κρυμμένη λάμψη
καυτή ανάσα
που ανεμίζει τα μαλλιά σου

έκθαμβος μελετώ
παλιές γραφές και θαύματα
αναζητώ τον μυστικό ορίζοντα
όπου ελλοχεύει η μοίρα

δυο λέξεις έξι γράμματα

Photobucket


το όνειρο είναι όνειρο
αυτό είναι σ’ αγαπώ

από το άλφα ως το ωμέγα του
αυτό είναι σ’ αγαπώ

δυο λέξεις που κανείς
δεν πρόφερε ως τώρα
και μόλις ανακάλυψα εγώ

με την ομίχλη
με το άρωμα του ονείρου
όμως απτές, πραγματικές
όπως η γη
όπως η ανάσα σου

εσύ τρομάζεις κι εγώ τρέμω
μα σ’ αγαπώ
μ’ όλα τα γράμματα
μ’ όλα τα ρήματα
τα επιφωνήματα
με τη σιωπή μου
σ’ αγαπώ

να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο


σ’ ένα δωμάτιο παλιό, μοναχικό
σ’ ένα δωμάτιο γκρίζο
να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
και το κόκκινο
να μου διαβάζεις ήχους, μουσικές
να μου διαβάζεις ποιήματα

στο μισοσκόταδο τα μάτια σου να λάμπουν
να κελαρύζει, να μοσκοβολάει η φωνή σου
να πλημμυρίζει το δωμάτιο λέξεις μυστικές
που αχνίζουν και θαμπώνουν τα παγωμένα τζάμια

στα χείλη σου να ανθίζει
ένα χαμόγελο κρυφό
όπως πετούμενο που ξαφνικά φτερούγισε
σε ερειπωμένο σπίτι
ή ο ξενιτεμένος που επιτέλους γύρισε
στη μία και μοναδική πατρίδα του

να μου διαβάζεις ποιήματα
και να μ’ αγγίζεις με το φως
με κείνο το αχνό λησμονημένο όνειρο

στη διάλεκτο της μοναξιάς

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
ένα γαλάζιο αστραφτερό κι απρόσιτο
μια δίψα
ψηλά στο μυστικό κελάρι τ’ ουρανού
μπρούσκο εκλεκτό της μνήμης

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς

όσοι εδώ μέσα μπήκαν έφυγαν
άφησαν πίσω τα βιβλία τους, τις μουσικές
κάτι απ’ το χνώτο τους
ένα αποτσίγαρο μες στον πηχτό ντελβέ

άφησαν πίσω τους κενό και αινίγματα
κάδρα που όρθια γέρνουν
χρώματα που θαμπώνουν μες στο φως
διπλό κρεβάτι για το αχ χωρίς το άγγιγμα
τον κούφιο ήχο του νερού στο μπάνιο
ένα λυγμό που δεν διαλύει
την πέτρα μέσα της

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
σαν ποίημα που υπόσχεται το μακρινό ταξίδι
ή σαν ψυχή που πρόδωσε
αυτό το κάτι στη φωνή της
και τώρα πνίγεται μέσα στο καθημερινό της τίποτα
μέσα στην έπαρση και τη λαχτάρα της

εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ' ουρανού

βουβαίνονται στην παραλία οι φανοστάτες
που άλλοτε ψιθύριζαν εκστατικά το όνομά της
μια βάρκα μόνη αργά λικνίζεται
σε σκοτεινά νερά
εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ’ ουρανού
τώρα δειλά αποσύρεται στο βάθος

το πρόσωπο της πολιτείας χλομιάζει
γέρνουν τα φύλλα
τα χρώματα διαλύονται που θάμπωναν τα μάτια
μάτια που τώρα βλέπουν καθαρά
κάθε επιφάνεια και κάθε σχήμα
το αύριο ή το τίποτα

άτυχη αγάπη
που κάποια μέρα χάνεται
όπως ο δρόμος, η πλατεία, οι μουσικές
όπως το άγγιγμα ή το φως
και πια απομένει μια λάμψη αχνή
ή κάτι από ψυχή
πάνω στα κάστρα

μια λάμψη αχνή
μια θύμηση
μια γεύση από χαρτί και δάκρυ


μέσα στο αχ και μέσα στ' όνειρο

λευκές καμπύλες απαλές πάνω στο σκούρο
μια χώρα μαγική, ουτοπική
που εκτείνεται σε θαμπωμένα μάτια
άγνωστη σε κάθε λόχμη και κρυψώνα της
με το γυμνό και το βελούδινο
ακόμη ανεξερεύνητο

ψηλά μια τούφα καστανά μαλλιά
στα μαξιλάρια βυθισμένα
κι ως κάτω ανεπαίσθητο
ένα σκίρτημα
μια λάμψη υγρή μελωδική
που στην επιδερμίδα αχνά λικνίζεται

όλα είναι απλά και ηδονικά
όλα είναι δέος
από τα γόνατα ως τους ώμους
κι ως το εξαίσιο τόξο του λαιμού
ως το πυκνό σκοτάδι στην ανάσα της
που ψιθυρίζει λέξεις μυστικές

βαθύσκιο πρόσωπο εκστατικό
μέσα στο αχ και μέσα στ’ όνειρο

σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης

όπως το σούρουπο ανθίζει η θάλασσα με σκόρπιες λάμψεις
και μυστικές φωνές μέσα στα χόρτα τρεμοφέγγουν
έτσι αναδύομαι κι εγώ απ’ το σώμα μου στο άγγιγμά σου

μας περιμένει μια παραλία ερημική μες στο σκοτάδι
με κόκκινα πανιά ένα πλοίο που όλο τον χρόνο ταξιδεύει
η ανάσα σου ένας ψίθυρος μες στο δικό μου χνώτο

αγάπησέ με
σαν όνειρο στα μάτια ενός παιδιού
σαν ποίημα μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης
και σαν το κάτι εκείνο που δεν δόθηκε ποτέ και σε κανένα

φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει

μ’ αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου
ήχος αχνός κι εκστατικός
ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω
όπως όταν στο βάθος τ’ ουρανού χαράζει
κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν

μ’ αρέσει αυτό το κόκκινο στις λέξεις σου
θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει
και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα της

δρόμος μακρύς κάτω απ’ τα κάστρα
κι είσαι η πλατεία με τις μουσικές στο τέρμα του



είσαι

ένα επιφώνημα
τα μυστικά εξαίσια όργανα
που αιφνίδια θρυμματίζουν τη σιγή

μια λάμψη
που δραπετεύει από τα σύννεφα
οι ιαχές στο γήπεδο
που στιγμιαία διαρρηγνύουν
τις γκρίζες πύλες τ’ ουρανού

είσαι
βαθύ πηγάδι αφύλαχτο
σε ανθισμένη αυλή





τίτλος σε βουρκωμένο ποίημα

ξέφυγε ανεπαίσθητα και πέφτει
διάφανη και λαμπερή σταγόνα
γράμμα αναλφάβητο
τους στίχους ένα- ένα που νοτίζει
μέχρι το σκοτεινό υπόγειο της γραφής

ψηλά τα μάτια σου εκστατικά
τίτλος σε βουρκωμένο ποίημα

έρωτας, 2

χάθηκε η πόλη μες στα φώτα της
κι έπλεε μόνη η βάρκα στ' ανοιχτά.
χαμογελούσε εκείνη
με το πιο βαθύ της θάλασσας.
άρχισε τότε η νύχτα να προφέρει
λέξεις μυστικές, ηδονικές
άρχισε να χιονίζει ο ουρανός
κόκκινα και γαλάζια ξέφτια στα μαλλιά της.
έμεινε εκείνος θαμπωμένος
και η στιγμή ανάμεσά τους κάπου
εκστατική για πάντα

έρωτας

τα χόρτα χάιδευαν τα πόδια της
ο αέρας τα μαλλιά της
η πρωινή δροσιά ριγούσε στη επιδερμίδα της

κι ο ουρανός;

μόλις την είδε στ' ανοιξιάτικο λιβάδι
ο ουρανός
κατέβηκε αργά και μίκρυνε
και έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα

όνειρο

να περπατάς ανάλαφρα
σαν μακρινό τραγούδι
κι όλα ν' ανθίζουν γύρω σου
μες στον μπαχτσέ το σούρουπο
ένας γαλάζιος άνεμος
ν' ανάβει ξαφνικά τα φώτα τ' ουρανού
λόγια δειλά στα φύλλα να σου ψιθυρίζει
τα χρώματα που χάθηκαν
στα μάτια σου εξαίσια ν' αστράφτουν πάλι
σαν άρωμα να σε τυλίγουν μυστικά

να είσαι εκεί όπως παλιά
κι όπως παλιά να μ' αγαπάς

έρημος

ματώνεις ολημέρα στον τροχό

σαν έρθουν τα βαθιά μεσάνυχτα
βάφεις με το αίμα
κόκκινο έναν χαρταετό
και τον υψώνεις με σπασμένα δάχτυλα
στον ουρανό να λάμπει σαν αστέρι

κάθεσαι στο παράθυρο μετά
μακριά τον βλέπεις και δακρύζεις

έτσι γεννιέται τ' όνειρο

δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί


εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου
εκεί ξεψύχισε ο παππούς μου
όμως εγώ
δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί

τα τρένα όταν σφυρίζουν στον σταθμό
φωνές και γλώσσες μυστικές
δεν άκουσα
το αιωνόβιο επιφώνημα των δέντρων
από τις χαραμάδες της αυγής
τα χόρτα όταν νοτίζουν τα αρχαίο λιθόστρωτο

κορίτσια με πολύχρωμα φορέματα
δεν είδα
δεν αγάπησα
τη γειτονιά ν΄αχνίζει μες στο σύθαμπο
ένα λευκό κοπάδι τ' ουρανού
το απέραντο γαλάζιο να ξεφτίζει

δεν γνώρισα ποτέ το Σαλιχλί
δεν πήγα και δεν έφυγα
ποτέ μου δεν ανάσανα το χνώτο του
γιορτάζουν όμως μέσα μου μεθυστικά οι ψυχές
όλες οι μακρινές του μουσικές
τα φώτα

πυκνό βελούδινο σκοτάδι

στην έρημη πλατεία από νωρίς
λυσσομανάει ένας βαρδάρης απροσκύνητος
πυκνό βελούδινο σκοτάδι
σκοτάδι θηλυκό ανεξερεύνητο
στα τζάμια πέφτει τούφες-τούφες
η γειτονιά υποδέχεται βουβή
την άλλη όψη τ΄ουρανού

την ώρα εκείνη που όλα ξεθωριάζουν
από τις χαραμάδες εισχωρούν
και διαγράφονται ολοκάθαρα οι σκιές
προφέρουν ήχους μυστικούς, εκστατικούς
λόγια ανεπαίσθητα
στα έπιπλα τριγύρω απλώνουν
ένα άρωμα
ένα παλιό λησμονημένο χάδι

παράξενα που σβήνει τότε ο πόνος
παράξενα που λάμπει η μνήμη
παράξενα που η νύχτα αστράφτει
μες στο δικό της φως

μοναχικό παιδί κάτω απ' το δέντρο

ένας πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται
κι αστράφτει μαγικά πάνω απ’ τα κάστρα
με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές
σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό
κι ύστερα χάνεται αργά μες στην ομίχλη
ύστερα στροβιλίζεται και πέφτει
πέφτει, σκαλώνει, σκίζεται
χάνει τα χρώματα και χάνει τα στολίδια του
πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου

αυτό είναι η μνήμη

ένα μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο
βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει